Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΑΥΓΗ απόσπασμα






Ζω σε μια φυλακή

Εσύ είσαι υπέρ της ευθανασίας;


ΧΑΡΙΤΗ


Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007, ώρα 12 το μεσημέρι, στο βάθος ενός εστιατορίου της πόλης της



Λοιπόν! Λέγομαι Χαρίτη Μαλάμη, είμαι εβδομήντα χρονών – εβδομήντα ένα! μην κρύβεις χρόνια…
Να τα κατοστήσεις!
Γιατί, τσιγκούνη; (γελάει)
Χίλια! (γελάνε) Να τα χιλιάσεις!
Ε… αγάπησα έναν άνθρωπο στα δεκαεπτά μου χρόνια –εκείνος ήταν τριάντα ενός– και… τελικά παντρευτήκαμε. Τον κατάφερα.
Δε σε κατάφερε…
Όχι. Τον κατάφερα.
Θεωρητικά ήμασταν και οι δύο εναντίον του γάμου, αλλά τελικά παντρευτήκαμε· με πέντε καλεσμένους – με τους γονείς μας. Περάσαμε όπως όλα τα ζευγάρια: καλά, όμορφα, έρωτες… Η βασική μας σχέση, και νομίζω το σημείο που μας ένωσε πολύ, ήταν η σάρκα. Πρώτα αυτή. Και ύστερα το ότι, ίσως επειδή εγώ κατάγομαι από προσφυγική οικογένεια κι έζησα σε μια οικογένεια πατριαρχική, απόλυτα πατριαρχική, έψαχνα να βρω έναν άντρα να μπορώ να ακουμπήσω επάνω του, και το βρήκα σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Ε… δεν αντέχω τις φωνές, τους καβγάδες – εκείνος υπήρξε πάντα ήρεμος. Δεν είχαμε ποτέ καβγάδες στο σπίτι. Είχαμε συζητήσεις, και σε κάποιες δύσκολες ώρες δικές μου –που, δεν το κρύβω, και ζήλευα και φώναζα και έκανα– εκείνος θεωρούσε καλό να αποχωρεί· και να επιστρέφει όταν εγώ είχα ηρεμήσει. Έτσι κύλησε η ζωή μας.

Δουλέψαμε κι οι δύο. Συνολικά έχουμε δουλέψει σαράντα δύο χρόνια, σκληρές δουλειές, πρωί απόγευμα, γιατί ήμαστε κυνηγημένοι από τη Χούντα, από τη δεξιά, απ’ όλ’ αυτά τα καλά παιδιά, με αποτέλεσμα να ζήσουμε χώρια κάπου δεκαεπτά χρόνια. Εγώ δούλευα στην Αθήνα, εκείνος με μεταθέσεις· δυσμενείς μεταθέσεις. Ε… ήτανε υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης· σήμερα συνταξιούχος. Κι εγώ εκεί, στο ίδιο υπουργείο. Υπουργικός έρωτας. Ήτανε προϊστάμενός μου. Έτσι γνωριστήκαμε δηλαδή… ναι. Ήμουνα δεκαεπτά ετών.
Έτσι… φτάσαμε στη Χούντα, όπου πια τον έδιωξαν, τον πήγανε στη Θεσσαλονίκη, ως επικίνδυνο για την δημοσία τάξη των Αθηνών, κι εκεί ανέλαβε και τη μεταστέγαση του νοσοκομείου των φυλακών ως διευθυντής διοικητικού – είναι νομικός. Ναι. Ε… ήτανε δύσκολα χρόνια. Εγώ εδώ, μόνη – με δυο παιδιά. Εκείνος εκεί, μόνος του! Εμένα δε με πηγαίνανε στις μεταθέσεις του Γιώργου, δε μου δίνανε μετάθεση, δεν ακολουθούσα, ενώ υπάρχει διάταξη νόμου. Αυτό όμως απ’ την άλλη μεριά μάς έκανε καλό – βρήκα το καλό στοιχείο! ξέρεις, μ’ αρέσει να ψάχνω να βρίσκω τα καλά στοιχεία, για να κρατηθώ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μη μας φάει η καθημερινότητα. Τότε δουλεύαμε και Σάββατα, και το να συναντηθούμε ήταν ολόκληρη ιστορία, δεν είχε Σαββατοκύριακο, δεν είχαμ’ ούτε αυτοκίνητο, κτίζαμε και το σπίτι μας, πείνα και δυστυχία, όχι δυστυχία: οικονομική δυσχέρεια. Έτσι το αποτέλεσμα ήτανε, όταν συναντιόμαστε, να φουντώνει ένας έρωτας, που ήταν κοιμισμένος. Και δεν ντρέπομαι να σου πω ότι πολλές φορές μοιράζαμε τις αποστάσεις! Και συναντιόμαστε κάπου για να συναντηθούμε.
Ε… προχώρησε η οικογένεια, κάναμε δύο κόρες, που είμαστε περήφανοι γι’ αυτές…
Όμως, το ότι δεν κάναμε καβγάδες, τ’ ότ’ υπήρχε αυτή η ηρεμία, είχε πολύ κακά αποτελέσματα. Δυσμενέστατα! Εγώ ήμουνα μεγαλωμένη και μαθημένη στο πρέπει. Εκ μητρός είμαι Ποντία, και έλεγε λοιπόν η μητέρα μου ότι «οι Πόντιες δεν κλαίνε ποτέ!».  Η μητέρα μου το έλεγε, η κόρη της, εγώ, το έμαθε! Έτσι μεγάλωσα εγώ, ότι εμείς είμαστε δυνατές. Ο πατέρας μου ήταν απ’ τη Σμύρνη, απ’ τ’ Αλάσεχιρ, κι είμαι πολύ περήφανη για την καταγωγή μου. Έτσι έμαθα ότι οι γυναίκες ήρθαν πρόσφυγες κυνηγημένες –σε αντίθεση με το βιβλίο Ιστορίας της κυρίας Γιαννάκου– κουβαλώντας τα παιδιά και τους μπόγους. Όσοι μπόρεσαν. Και στάλθηκαν εδώ στην Ελλάδα. Την αφιλόξενη Ελλάδα. Κι έτσι οι γυναίκες ήταν οι δυνατές. Δεν ξέρω κατά πόσο σ’ ενδιαφέρουν αυτά, αλλά έτσι χαλυβδώνεται ο χαρακτήρας· φτιάχνεται. Ένας ψεύτικος χαρακτήρας, για μένα: Δεν αφήνουμε τη φύση να μιλήσει, αλλά βάζουμε το πρέπει πάνω απ’ το θέλω. Και είναι πολύ σκληρό. Πρέπει να γίνει αυτό, πρέπει να γίνει εκείνο, πρέπει το άλλο…
Αντιθέτως ο άντρας μου, είναι από οικογένεια με καταγωγή ηπειρώτικη, απ’ τη Βήσιανη· βέβαια. Α, ένας άνθρωπος μειλίχιος· ε, φιλελεύθερο θα τον έλεγα, με τον Βενιζέλο, κι εκείνος κι εγώ, εκείνη την εποχή ίσον αριστεροί για τους κρατούντες, ναι· ε… διαλλακτικός…
Δεν είχαμε τίποτα κοινό· διαβάζαμε και οι δύο πολύ: εγώ φιλολογία-ποίηση, εκείνος ιστορικά. Ούτε ο ένας ούτ’ ο άλλος προσπάθησε, μπόρεσε, να παρασύρει τον άλλο. Να σκεφτείς, ότι όταν άρχισα να γράφω ποιήματα –έγραφα πάντα δηλαδή– και του τα διάβαζα, μου έλεγε «Τι σού ’κανα; Γιατί μου το διαβάζεις τώρ’ αυτό; Τι φταίω;» – σ’ αυτό το στιλ. Πάντα με χιούμορ, χιουμορίστας ιδιαίτερος· ένα πολύ γερό μυαλό. Ήταν αθλητής, δεκαθλητής. Εκεί συναντιόμαστε, στον αθλητισμό. Ήμουνα κι εγώ κολυμβήτρια, έπαιζα βόλεϊ· εκείνος ήταν δεκαθλητής και ποδοσφαιριστής. Αυτό ήταν ένα σημείο συνάντησης. Η εντιμότητα ήταν ένα άλλο σημείο συνάντησης – γι’ αυτό είμαστε και φτωχοί. Μια εντιμότητα που… καταλήγει ίσως σε βλακεία. Ζούμε μαζί πενήντα τέσσερα χρόνια.
Σ’ όλη μου τη ζωή, ακριβώς επειδή δεν εκδηλωνόμουνα, δεν έχω κλάψει ποτέ: Έχω χάσει όλους τους δικούς μου, κι έχω χάσει κι ένα παιδί – δεν έχω κλάψει ποτέ! παρά μόνο δυο φορές στη ζωή μου. Κι ήταν οδυνηρό: δεν ξέρω να κλαίω. Πόναγε ο λαιμός μου, τα μάτια μου, το στομάχι μου… και λέω “γιατί κλαίει ο κόσμος;” Αλλά τα δάκρυα τρέχανε. Όχι από πόνο· ίσως από δυσκολίες: όταν δεν μπορούσα να κάνω τα πρέπει. Αυτές ήταν οι δυο φορές που έκλαψα.
Εκείνος, πάλι, ήτανε το μοντέλο του άντρα του ’60, του ’50: Οι άντρες δεν κλαίνε. Οι άντρες δε βγάζουν τον εαυτό τους. Είναι άντρες! Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα όλες οι στεναχώριες και οι δυσκολίες να περνάνε μέσα μας. Εγώ με κολίτιδες, έλκη, γαστρορραγίες, σπασμούς μυϊκούς… μονίμως άρρωστη. Εκείνος πάντα ήρεμος και υγιής. Δεν ήθελε τις αρρώστιες. Δεν ήθελε ν’ ακούει για αρρώστιες. Και δεν είχε. Ήταν θεόγερος. Δεν αρρώστησε ποτέ του. Ούτε κολικούς ούτε κολίτιδες· τίποτα. Εκτονωνόταν με το να περπατάει. Δεν έχει μπει σε τρόλεϊ, δεν έχει μπει σε λεωφορείο· πάντα πεζός. Έβρισκε τις λύσεις περπατώντας. Ένας άνθρωπος μοναχικός σαν άτομο, ιδιαίτερα δημοφιλής στις παρέες, στο σόι, στους συγγενείς· γιατί ηταν χιουμορίστας, ήταν πειραχτήρι. Αλλά ο εσωτερικός του κόσμος ήτανε κλεισμένος πίσω από το όστρακο του άντρα: οι άντρες δεν κλαίνε! οι άντρες είναι δυνατοί!
Αυτό το πλήρωσε και το πλήρωσα και το πληρώνουμε. Έπαθα έναν μικρό καρκίνο δέρματος, έπαθα έναν καρκίνο φωνητικής χορδής, έπαθα μία γαστρορραγία πολύ μεγάλη – με χειρούργησαν εν θερμώ, κάνανε λάθος, ενώσανε έντερο με δεν ξέρω τι, έμεινα δυο μήνες Εντατική, έχασα είκοσι δύο κιλά, νομίζαν όλοι ότι πέθανα, βρέθηκ’ ένας καταπληκτικός γιατρός, ο Χαλιλόπουλος, ο οποίος, μέσω γαστροσκοπήσεων, κατόρθωσε να βγάλει τα πολλά ράμματα και να βάλει μπαλονάκι, γαστροσκοπήσεις που κράταγαν είκοσι λεπτά, και μιλάμε τώρα δω οι δυο μας, άρα ζω…
Ο Γιώργος όλ’ αυτά τα πέρασε με πολλή υπομονή. Ε… να σκεφτείς ότι δε μού ’χει πει ποτέ ότι μ’ αγαπάει! Ούτε τότε! Ποτέ στη ζωή μας. Πάντα εγώ. Κι όταν τον ρώταγα μού ’λεγε «Μα, αφού είμαι μαζί σου! Μπορεί να μη σ’ αγαπάω; Δεν το βλέπεις στις πράξεις μου;» Αλλά χρειαζόταν ο λόγος – το λόγο δεν τον είχα. Τον είχα όμως στα γραπτά του· έχω γράμματά του άκρως ερωτικά. Δεν τό ’λεγε γιατί ’ταν άντρας. Τ’ όστρακο, που λέγαμε.

Έτσι φτάσαμε στο… (κάνει φωναχτά διάφορους υπολογισμούς) εβδομήντα εννιά! Το 1979 υποβάλλει τα χαρτιά του για σύνταξη, με τριάντα δύο χρόνια υπηρεσία· κανονικά δηλαδή να φύγει. Το πρωί υπέβαλε την παραίτηση, πήγαμε Σαββατοκύριακο εκδρομή για να το γιορτάσουμε, και το βράδυ παθαίνει το πρώτο εγκεφαλικό. Ήταν Σαββατοκύριακο.
Εγώ έγραφα –του γραφείου μου δουλειά είχα πάρει, γιατί έκανα κάτι υπερωρίες– κι ήρθε πάνω στα πρακτικά και μου έγραψε «εγκεφαλικό». Παραπατώντας· σηκώθηκ’ έξι η ώρα το πρωί και μού ’γραψ’ «εγκεφαλικό». Αντί να το μιλήσει: Δεν μπορούσε να μιλήσει.
Είχε… δεν ξέρω πώς λέγεται, στράβωσε το στόμα του, δεν ξέρω πώς τα λέτε επιστημονικά, και το μάτι, στο πρόσωπο δηλαδή, αριστερά. Με απόλυτη διαύγεια πνεύματος. Χέρι-πόδι όχι. Μόνο πρόσωπο. Ε… αυτό ήταν το πρώτο μας εγκεφαλικό. Μπήκαμε στο νοσοκομείο… ανακάλεσα την παραίτησή του, για να έχουμε πλήρη περίθαλψη, να μην μπλέξουμε σε τέτοια, έμεινα μαζί του στο νοσοκομείο δέκα μέρες, άρχισε να επανέρχεται… και τότε σταμάτησ’ η περίοδός μου! Όταν εκείνος βγήκε απ’ το νοσοκομείο, εγώ δεν είχα πια περίοδο.
Δεν ξέρω· (παύση μικρή) δεν ξέρω. Ο Γιώργος αρρώστησε! Είναι σαν να λες “το βουνό γκρεμίστηκε, έγινε σεισμός, μετακινήθηκε”! Πώς; δεν ξέρω· δε σκεφτόμουνα: ενεργούσα· έπρεπε να σταθώ δίπλα στον Γιώργο. Και το σώμα μου αποφάσισε ότι δεν του χρειάζεται πια περίοδος. Το σώμα μου έτσι αποφάσισε· και σταμάτησε. Ήμουνα σαράντα τριών! Σαράντα τριών ετών. Είχα όμως μία ινομυοματώδη μήτρα, κι ο μαιευτήρας μου πολύ το χάρηκε.

Ε… ήρθε σπίτι, συνεχίσαμε τη ζωή μας, περάσανε τα χρόνια… Εγώ δούλευα, συνέχισα να δουλεύω, με δυο δουλειές, ο Γιώργος είχε πάρα πολλά ενδιαφέροντα κι απασχολήσεις, και… φτάσαμε τώρα πια, ήρθε η ώρα –μετά τις αρρώστιες τις δικές μου και ιδιαίτερα μετά το στομάχι μου–, υποβάλλω τα χαρτιά μου και φεύγω κι εγώ με σύνταξη, μετά ’πό σαράντα δύο χρόνια δουλειάς. Είχα πάρει δηλαδή απ’ το Δημόσιο τη σύνταξη κι εξακολουθούσα και δούλευα διάφορες δουλειές, πωλήσεις, ασφαλίστρια και τα λοιπά. Φεύγω και τότε του λέω «Γιώργο, τώρα πια οι δυο μας! Τα παιδιά μας μεγάλωσαν… θα ζήσουμ’ οι δυο μας».
Δεν πρόφτασα να το πω, αρχίσαν οι θάνατοι –πέθαναν τρεις αδερφές του, πέθανε ένας αδερφός μου, ο μοναδικός, πενήντα ετών, στα πενήντα του– κι αρχίζει ο Γιώργος τα εγκεφαλικά. Ο Γιώργος δεν κλαίει. Ο Γιώργος είναι πολύ συναισθηματικό άτομο, αλλά είπαμε κλεισμένος στο καβούκι του: δεν κλαίει. Κι αρχίζουν τα εγκεφαλικά. Το πρώτο ήρθε πριν από δέκα έντεκα χρόνια, χάνοντας το αριστερό οπτικό, κεντρικό οπτικό νεύρο – καλά το λέω; κεντρικό οπτικό… πεδίο, οπτικό πεδίο! μπράβο. Αμέσως μετά, ο επόμενος θάνατος, το άλλο μάτι· δε βλέπει πια, βλέπει ένα εικοστό. Έχουμε εγκεφαλικά που παρουσιάζονται με διάφορες μορφές. Άλλος θάνατος: χέρι-πόδι. Γυμνασμένο κορμί, αρχίζουμε γυμναστικές, πράγματα, θάματα, συνερχόμαστε, άλλος θάνατος, άλλο εγκεφαλικό! Του αδερφού του, θάνατος του αδερφού του, η αντίδραση του Γιώργου ήταν εγκεφαλικό. Εγκεφαλικά. Θάνατος, εγκεφαλικά.
Βέβαια, πρέπει να σημειώσω, (αργά αργά, μία μία τις λέξεις) ότι ο Γιώργος από την εποχή που τον γνώρισα φοβόταν το θάνατο· και φοβόταν τα εγκεφαλικά, (γρήγορα) γιατί ο πατέρας του είχε πεθάνει από εγκεφαλικό σε ηλικία πενήντα ετών. Δεν ξέρω αν αυτό στην ιατρική μετράει…
Κι έτσι, πριν από έντεκα χρόνια, το χάσιμο των ματιών του στα δύο πρώτα εγκεφαλικά είχε σαν αποτέλεσμα μία κατάθλιψη. Και κλείσιμο στο σπίτι. Κλειστός ήτανε, κλεισμένος δεν ήταν. Ήταν ο άνθρωπος που έβγαινε – α! πρέπει να σου πω ότι είχε παρέες, ανδροπαρέες, πενήντα χρόνια τις ίδιες παρέες, που βγαίναν κάθε Σάββατο, οι Σαββατιάτες, έτσι το λέγανε. Και την Κυριακή παίρναν κι εμάς “τα μουσεία”, τις γυναίκες τους. Τα μουσεία! έτσι μας λέγανε. Δηλαδή θέλω να πω ότ’ ήταν ο άνθρωπος ο πολύ κοσμικός, ο πολύ έξω. Αυτά όλα σταμάτησαν: Κλείστηκε μέσα στο σπίτι και είπε, όταν πέθανε η αδερφή του η μικρότερη, «Εγώ δεν ξαναβγαίνω έξω»! Και δεν ξαναβγήκε! Βρε Γιώργο μου, τώρα που ’χω πάρει σύνταξη; Τώρα που έχουμε σπίτι; –είχε η αδερφή του ένα σπίτι στη Ραφήνα και μας το παραχωρούσε– θα πάμε στη Ραφήνα να κάνουμε τα μπάνια μας; Τώρα δε βγαίνεις έξω; που είμ’ εγώ καλά; αρχίζω να γίνομαι καλά; Δεν ξαναβγαίνω έξω απ’ το σπίτι. Και δεν ξαναβγήκε! Πρά μόνο για νοσοκομεία.
Έντεκα χρόνια δεν έχει βγει έξω από το σπίτι! Ενώ μπορεί – ενώ μπορούσε. Δηλαδή, μη βλέποντας, με τη βοήθειά μου μπορούσε. Είχε μάθει όμως να περπατάει με το να βλέπει σκιές μόνο, δηλαδή το οπτικό… περίγραμμα, εξωτερικά, ξέρεις· δεν έβλεπε το κέντρο. Δηλαδή, όταν έμπαινε ένας άνθρωπος μέσα και φορούσε παντελόνια, δεν ήξερε αν είναι άντρας ή γυναίκα, έπρεπε ν’ ακούσει τη φωνή. Η κατάθλιψη χειροτερεύει και πάλι. Η οποία συνοδεύεται με διάφορα εγκεφαλικά, όπως είπαμε: μετά ’πό κάθε θάνατο. Πρέπει να σημειώσω ότι αγαπιόμαστε, και τον αγαπάω πάρα πολύ· τον εκτιμώ, τον σέβομαι, δεν ξέρω, δεν είν’ έρωτας… είναι συνήθεια; είν’ εκτίμηση; –α φοβερή! δεν έχω πάει μ’ άλλον άντρα, δεν ξέρω πώς είναι· μου έδωσε δυο ωραία παιδιά και του είμαι υποχρεωμένη γι’ αυτό, είχε πολύ καλό σπόρο– ε… είναι συνήθεια; δεν ξέρω: εγώ προσπαθώ να του στέκομαι, κι είμαι δίπλα του· έντεκα χρόνια τώρα…
Κάνω ομοιοπαθητική δεκαοκτώ χρόνια. Δεν ξέρω αν αυτό με βοήθησε ή τι με βοηθάει. Αν πιστεύεις στο θεό, η δύναμη του. Μέχρι πριν από πέντε χρόνια, δηλαδή τα πρώτα έξι χρόνια, ήλπιζα ότι θα τα καταφέρουμε, θα περπατήσει, θα ξαναφτιάξει· έφτιαξε το χέρι του, άντε και περπατούσε μέσα στο σπίτι· ήρθε η χαρά του εγγονιού, έπαιρνε το καρότσι και το έκανε βόλτα μέσα στο σπίτι…
Άρα έβλεπε!...
Όχι· είπαμε τι βλέπει, βλέπει περίγραμμα. Μέσα στο σπίτι είχε μάθει, εκινείτο άνετα, δεν υπήρχε πρόβλημα! και τουαλέτα κι όλα…
Αυτοεξυπηρετείται;
Εξυπηρετείτο! τα πρώτα τέσσερα πέντε χρόνια. Μετά αρχίζουν οι δυσκολίες. Τα εγκεφαλικά συνολικά ήταν επτά. Αρχίζουν οι δυσκολίες. Για να φτάσουμε στο χθες, προχθές, που πια είναι τώρα τρία χρόνια, που το αριστερό πόδι-χέρι έχει φύγει τελείως…
Άρα είναι ξαπλωμένος μονίμως!
Όχι! δεν τον αφήνουμε ξαπλωμένο. Αλλιώς θα ήτανε. Τον υποχρεώνουμε –και βάζω και τις κόρες μου μέσα, όποτε βρίσκονται σπίτι– να περπατάει έστω κι αυτά τα λίγα βήματα. Ε… με αρκετές ασκήσεις στο κρεβάτι. Όχι, μόνος του όχι. Εμείς τις κάνουμε. Φυσιοθεραπευτής στην αρχή, ναι. Του έκανε πολύ καλό, και φαίνετ’ ότι επειδή είδε ότι τού ’κανε καλό –είκοσι δύο σκαλιά έχει το σπίτι μας, μονοκατοικία, ο φυσιοθεραπευτής τον κατέβασε κάτω, τον έβγαλε στον δρόμο– και την άλλη μέρα του απαγόρευσε νά ’ρθει.
Εγώ πιστεύω, ότι δεν ήθελε να γίνει καλά. Δεν ξέρω γιατί. Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί κλείστηκ’ έτσι. Δεν μπόρεσα. Έχω σκεφτεί πολλά πράγματα, τον έχουν δει ψυχολόγοι, τον έχουν δει ψυχίατροι, ομοιοπαθητικοί, αλλοπαθητικοί, βελονιστές, έχουμε κάνει τα πάντα· ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε! Ο Γιώργος είναι στην καρέκλα του άρχοντας, αν έρθεις και τον δεις δε θα τον κάνεις ογδόντα τεσσάρων ετών, θα τον πεις εβδομήντα! Έχει ένα δέρμα θαυμάσιο, δεν έχει παχύνει, ήτανε στα εβδομήντα εβδομήντα πέντε κιλά κι έχει πάει ενενήντα, βέβαια κι εγώ ήμουν στα πενήντα κι έχω φτάσει εβδομήντα τέλος πάντων… – πενήντα κιλά ήμουνα! τώρα είμ’ εβδομήτα το ζώον.
Ε… προσπαθούσαμε να βρίσκουμ’ ενδιαφέροντα. Εγώ πια, με το κλείσιμό μου αυτό, άρχισα να γράφω μανιωδώς. Πάντα έγραφα, αλλά… πρέπει να σου πω ότι –κάνω μια αναδρομή, γυρίζω πίσω– ότι όταν έπαθα καρκίνο και ενάμιση χρόνο δε μίλαγα, του έγραψα, είχα μπροστά μου κρεμασμένο ένα μπλοκάκι και έγραφα, και του έγραψα μια μέρα, ήμασταν εξοχή, είχαμε νοικιάσ’ ένα σπίτι στη θάλασσα, και του έγραψα «Ήθελα τόσα να πω στα παιδιά και δεν μπόρεσα…». Κι εκείνος μου είπε, Μμπορείς να γράψεις! Λέω, Ξέρω να γράφω ποιήματα, δεν ξέρω πεζά. Μου λέει, Ξέρεις και μιλάς! γράψε! Θα με βοηθήσεις; Ναι! ό,τι χρειαστείς. Με παρότρυνε πάντα να γράφω. Άσχετα αν δεν του αρέσαν τα ποιήματα, με παρότρυνε. Εκείνος μου έβγαλε την πρώτη μου ποιητική συλλογή! Χωρίς να το ξέρω. Έχω τρεις, αλλά την πρώτη την έβγαλ’ εκείνος το 1985. Ε… ήταν ο άνθρωπος που μας σπρώχνει, και τις κόρες του, στη μάθηση, στην πρόοδο: Προχωρήστε! ο δρόμος είναι μπροστά, μην κοιτάτε πίσω… – δεν τό ’κανε ο ίδιος όμως.
Έτσι λοιπόν, όταν εκείνος αρρώστησε, έμεινε, κλείστηκε μέσα, έρχεται η κόρη του η μεγάλη και μου λέει, και μας λέει, Βρε μπαμπά, λέει, η μάνα έγραψε βιβλίο για τη διασπορά, για τη ζωή της, για την οικογένειά της. Γιατί δε γράφετε ένα βιβλίο για την Καλλιθέα; Να της διηγείσ’ εσύ, κι εκείνη να γράφει. Έτσι ξεκίνησα ένα βιβλίο πριν δέκα χρόνια. Κολλήσαν κι οι φίλοι του, οι οποίοι ερχόντουσαν στο σπίτι, και βγήκ’ ένα βιβλίο. Που θα εκδώσει η Εκδοτική. Δηλαδή πήρα με κασετόφωνο σαράντα πέντε μαρτυρίες της ζωής της Καλλιθέας, γιατί δεν υπάρχει βιβλιογραφία για την περιοχή Καλλιθέας, και πήρα σαράντα πέντε μαρτυρίες από εβδομήντα ετών ως θάνατο. Μ’ όλες τις δυσκολίες της απομαγνητοφώνησης, της επαλήθευσης… Ο Γιώργος με βοήθησε αφάνταστα στην επαλήθευση –γιατί έχει γερό μυαλό– και οι φίλοι του πάρα πολύ· κι έτσι έγινε ένα συλλογικό βιβλίο. Οι φίλοι του, αυτοί που βγαίνανε, οι Σαββατιάτες! Που τώρα όμως δε βγαίνανε, αλλά ήρθανε μέσα. Οι οποίοι όμως ένας ένας πέθαινε. Ο ένας με καρκίνο, ο άλλος μ’ έναν τραγικό θάνατο, ο άλλος με δεν ξέρω τι. Κι από αυτή την παρέα τη μεγάλη έχουνε μείνει μόνο ένας ο οποίος έρχεται πια· κάθε Σάββατο – α, έχει μέρα συγκεκριμένη! που δεν έχει κίνηση ο δρόμος, γιατί κι αυτός είναι ογδόντα ετών. Κι έτσι μας έμειν’ ένας· κι άλλοι δυο τρεις που ’ρχονται στον μήνα μια φορά. Αυτό τον απασχόλησε και του άρεσε. Κάποια στιγμή, όταν έπαθε το δεύτερο και το τρίτο, όταν έγιναν οι μεγάλοι θάνατοι, δηλαδή πριν πέντε χρόνια, ε, τότε σταμάτησε να τον ενδιαφέρει. Βέβαια κατά καιρούς μού λέει, για διάβασέ μου, τι έγραψες για τον τάδε; Και του διαβάζω. Έλα! φτάνει τώρα, μην κουράζεις τον λαιμό σου – με προσέχει!
Ε… εντωμεταξύ εμένα με πονέσαν τα χέρια μου, έπαθα τενοντίτιδες από το τράβηγμα, και θεώρησα καλό να πάρουμε γυναίκα. Πάντα είχα ευαισθησία στη μέση, είχα μια μετακίνηση μεσοσπονδυλίου δίσκου από τα παιδικά μου χρόνια, και φόραγα κορσέ – και φοράω· και είχα βρει έναν τρόπο να τον σηκώνω: δηλαδή στεκόμουνα μπροστά του, εκείνος μ’ ανοιχτά τα πόδια στην πολυθρόνα ή στο κρεβάτι, με κράταγ’ απ’ τη μέση, κι έκανα μοχλό τη μέση μου, με αποτέλεσμα να τη διαλύσω. (παύση) Ναι, κι έτσι πριν τέσσερα πέντε χρόνια αναγκάστηκα να πάρω γυναίκα. Υπό την εποπτεία μου. Δεν του άρεσε στην αρχή, αλλά δε γινόταν αλλιώς. Έχω να… –είναι ντροπή μου να το λέω αυτό, αλλά το λέω– έχω να πάω πέρα, ν’ απομακρυνθώ πέρα από μία μιάμιση ώρα, δέκα χρόνια. Δηλαδή να μην είμαι μακριά, να είμαι κοντά του. Για εκδρομή δεν το συζητάω. Δέκα χρόνια δεν έχω απομακρυνθεί σε απόσταση μεγαλύτερη της μιας ώρας!
Εδώ τώρα είμαστε κοντά δύο ώρες, άρα είναι παράβαση καθήκοντος!
Όχι· όχι μια ώρα χρόνος: μια ώρα απόσταση με ταξί από το σπίτι. Μια ώρα με ταξί. Δηλαδή το πιο πολύ, το πιο πολύ, να πάω ξέρω γω στον Πειραιά που ηταν η μάνα μου ή που ήταν ο αδερφός μου, να με πάρει τηλέφωνο να μου πει έλα, να πάρω ταξί και να φτάσω σε μια ώρα μέσα. Το αργότερο.

Εντωμεταξύ μπλέξαμε με γιατρούς – δεν ξέρω αν αυτό ιατρικά σ’ ενδιαφέρει… Δεν θ’ αναφέρω ονόματα γιατρών – γιατί είναι και φίλος. Μ’ έναν ψυχίατρο, νευρολόγο-ψυχίατρο, ο οποίος τού ’δινε φάρμακα και φτάσαμε να έχουμε εκρήξεις θυμού, νά ’χουμε… και να μου λέει κι άλλο λεξοτανίλ, κι άλλο λεξοτανίλ, να ηρεμήσει, κι άλλο λεξοτανίλ, και δεν ξέρω πόσα λεξοτανίλ παίρναμε! Και φτάσαμε σ’ ένα σημείο να μου πει ο γιατρός ο φίλος, Αγαπητή μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, να πάει σε μία ψυχιατρική κλινική. Δεν το δέχθηκα. Φώναξα μία ψυχίατρο, που μου είπαν ότ’ ήταν πολύ καλή, η οποία δεν πήγαινε στα σπίτια, νοσοκομειακή γιατρός, γίναμε φίλες, την κατάφερα και ήρθε, καταπληκτική γυναίκα, είναι στο Λαϊκό, κι αυτή μου λέει, Αν αντέχεις δυο μήνες, θα του τα κόψουμ’ όλα. Κανένα φάρμακο. Θ’ αντέξεις σ’ αυτή την αποτοξίνωση; Όχι ο Γιώργος: εγώ αν θ’ αντέξω.
Ενάμιση μήνα δεν είχα βγει μέσα από το χώρο του. Δύο χώρους, την κρεβατοκάμαρα, και το… σαλόνι, εμείς δεν έχουμε σαλόνι, έχουμ’ ένα δωμάτιο όπου βλέπουμε τηλεόραση, καθόμαστ’ εκεί, διαβάζουμε… είν’ ένας χώρος. Μείναμ’ εκεί κλεισμένοι οι δυο μας –δεν άφηνα τα παιδιά να μπούνε μέσα– με καταστάσεις φοβερές· εσύ σαν γιατρός θα τις ξέρεις, για μένα ήταν τρομακτικές. Τότε λειτουργούσαν τα χέρια του, το ένα λίγο, το αριστερό λίγο, αλλά το δεξί πολύ καλά. Ε, να βάζει γραβάτα, να θέλει να κρεμαστεί, ε… να προσπαθεί να σκοτωθεί απ’ το μπαλκόνι, ε… με… με μ’ εκρήξεις θυμού, άνθρωπος που δεν έβριζε ποτέ, έβριζε θεία, έβριζε τα πάντα, ένας χαμός, δε θέλω να θυμάμαι κείνες τις ημέρες. Τραγικές. Όμως η γιατρός το πέτυχε, του έκοψε τα ψυχοφάρμακα.
Και τι άνθρωπο έδωσε πίσω;
Τι έδωσε; Έναν άνθρωπο πολύ ήρεμο, που έχει εκρήξεις όταν ξέρει ότι εγώ είμαι άρρωστη ή κάποιος είναι άρρωστος στο σπίτι, ή όταν τον πιάσει, του κολλήσει η ιδέα, ότι έχει κάποια αρρώστια ο ίδιος. Τότε έχει πάλι εκρήξεις, οι οποίες όμως περνάνε με… με όχι φάρμακα. Με κουβέντα, με μία… άρχισα να υψώνω εγώ τον τόνο της φωνής μου, κατά τη συμβουλή της γιατρού, Θα του δείξεις ότι εσύ είσ’ αυτή που θα του επιβληθείς τώρα – ενώ πάντα είχε κείνος το λόγο. Δηλαδή, μια μέρα, παράδειγμα, ήταν μια Κυριακή, είπα στη γυναίκα, Μην έρθεις γιατί θα ’ναι δω η κόρη μου, οπότε θα τον σηκώσει εκείνη. Κάν’ ένα ρεπό κι εσύ. Και του τό ’πα, ότι δε θά ’ρθει. Κι έκαν’ ολόκληρο καβγά: Με ποιο δικαίωμα, εγώ είμαι, δική μου είναι. Εγώ έπρεπε να της πω να φύγει. Και δεν είχες το δικαίωμ’ αυτό, και… Είχαμ’ έκρηξη, μεγάλη. Έλ’ αγόρι μου, έχεις δίκιο, μανούλα μου… θα ’λεγα παλιότερα, Ε! λοιπόν, Γιώργο, σε παρακαλώ! Έχω κι εγώ κάποιο λόγο εδώ μέσα, λέω τώρα. Όταν εγώ υψώνω τη φωνή, εκείνος πέφτει.
Τώρα έχω βρει, τα τελευταία τρία τέσσερα χρόνια, έχω βρει το άλλο κόλπο. Πώς μιλάμε σ’ ένα παιδί; δηλαδή, Γιώργο, τώρα πρέπει να κάνουμε ποδόλουτρο να κόψουμε τα νύχια. Όλα γίνονται στο κρεβάτι πια· μπάνιο, λούσιμο, τα πάντα στο κρεβάτι, τα τελευταία τρία χρόνια. Έχω κρεβάτι νοσοκομειακό, ψηλό για να μπορώ να μη σκύβω· και μία πολυθρόνα στην οποία ξαπλώνουμε· έχουμε και καρότσι, περάσαμε και στο καρότσι. Λοιπόν, Τώρα θα σηκωθείς. Όχι δε σηκώνομαι. Θα σηκωθείς! θα σηκωθείς γιατί θ’ ανοίξεις· έχεις λογική και ξέρεις τι θα πει άνοιγμα· λοιπόν, τώρα θα σηκωθείς. Εγώ που δε φώναζα, φωνάζω! –βέβαια δεν έχω κι έκταση φωνής, όσο μ’ ακούς τώρα– και χτυπάω και το χέρι μου στο τραπέζι. Και σηκώνεται. Όχι μόνος του: Δέχεται να τον σηκώσουμε. Μόλις λοιπόν κάνει την εντολή –είναι γλυκατζής– Αχ, του λέω, να σου δώσω τώρα ένα γλυκάκι πού ’φτιαξα; Αυτό καταπραΰνει τα πάντα. Εντολή –όχι με αγένεια η εντολή, όχι με τσαμπουκά, αλλά με ένταση–, πείθεται, το κάνει, και μετά αμέσως η ανταμοιβή. Πώς κάνουμε στα παιδιά;
Και στα σκυλιά…
Κι ο άνθρωπος ένα σκυλάκι είναι…
Με μια νοημοσύνη φοβερή: όταν χθες εγώ του είπα –επίτηδες του τα κάνω αυτά, εγώ δούλευα Κασιανής και Νεομάρτυρος, οπότε καταλαβαίνεις ότι η Φωκά ήτανε δίπλα στο γραφείο μου– όταν, λοιπόν, του είπα, Βρε Γιώργο, πού είναι η Φωκά; μου λέει, Η Φωκά; κοντά στην πλατεία! Λέω, Πρέπει Γιώργο, πρέπει να πάω στην Πύλη του Βιβλίου, η Εκδοτική με θέλει να πάω, γνώρισα και μία κυρία, της μίλησα… Έλα, μωρέ παιδί μου, με έκοψε, δίπλα στο γραφείο σου, στο τεράστιο κτίριο. Ή πολλές φορές μού λέει, Σήμερα είναι της Αγίας Μαρίνας. Φοράει γουόκμαν και παρακολουθεί τα πάντα! Είναι με ραδιόφωνο από το πρωί μέχρι το βράδυ που θα κοιμηθεί. Παρακολουθεί τα πάντα, μετέχει όλων, έχει γνώμη για όλα. Δεν πάει να ψηφίσει γιατί δεν μετακινείται, πολιτικό ον όμως. Και… πρόσεξε τώρα, εγώ μετά ’πό δύο μήνες θα ξεχάσω τ’ όνομα της κυρίας, δεν έχω μυαλό καλό, δεν έχω μνήμη καθόλου, θα του πω, Βρε Γιώργο, πώς τη λέγαν εκείνη την κυρία; που τη γνώρισα στην Εκδοτική, που πήγα στ… Χριστίνα! με κόβει. Εγώ ξέχασα και το επίθετο, εκείνος θα το θυμηθεί.
Δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος με έντεκα εγκεφαλικά μπορεί να έχει τέτοια λογική και τέτοια μνήμη…
Εφτά! Εφτά – τα πήγες έντεκα… Πού να ξέρω ’γώ; Γιατρός εισ’ εσύ!
Η ψυχίατρος τι λέει;
Η ψυχίατρος μου λέει… Όταν την ψυχίατρο την έφερα –για να τον πάμε στο ψυχιατρείο που ήθελε ο άλλος, και της είπα ότι εγώ δε θέλω ψυχιατρείο, και μου λέει, Αφού ο συνάδελφος το λέει, θα έχει κάποιο λόγο· πρέπει να τον δω–, κι ήρθε και τον είδε, και μου λέει, Αυτόν τον άνθρωπο στο ψυχιατρείο; Τρέλαθηκαμε; Τρέλαθήκαμε; Επειδή τον φούσκωσε ο συνάδελφος με…, που δεν θέλω να ξέρω τ’ όνομά του, με βαρβιτουρικά και μας τον έκανε φυτό; Όχι! Εγώ θα τον κάνω καλά. Και τον έκανε. Προσπαθώ να θυμηθώ το όνομά της και το ξέχασα…
Ήτανε πράγματι εγκεφαλικά;
Πού να ξέρω; Έτσι λέγανε. Έχουμε γυρίσει δύο τρία νοσοκομεία. ΝΙΜΙΤΣ, Λαϊκό, Γενικό…

Αυτά. Αυτή ειναι η ζωή μας. Πώς την αποδέχομαι; Αυτά που δε θέλω να πω σε κανέναν
Να ρωτήσω κάτι άλλο πρώτα; Δύο μόνο φορές έκλαψες, είπες. Ποιες ήταν;
Και την περασμένη βδομάδα, τρεις! Την Τετάρτη, βράδυ δέκα η ώρα, έκλαψα γιατί είχα μία έντονη συζήτηση με τη μία μου κόρη, που τελικά είχε δίκιο, γιατί, ξέρεις τι; το ελάττωμά μου το μεγάλο είναι ότι βάζω πρώτα το συναίσθημα και μετά τη λογική, δεν έχω λογική εγώ, εγώ σκέφτομαι με το συναίσθημα, λειτουργώ με το συναίσθημα. Η κόρη μου κι ο άντρας μου είναι ορθολογιστές. Η μικρή, η μικρή μου κόρη. Ήρθα, λοιπόν, σε σύγκρουση με τη μικρή. Και στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Βαθιά. Εκείνη τη μέρα μού ’κανε και μία κρίση ο Γιώργος, αυτές τις νευρικές του κρίσεις. Στη συνέχεια, τηλεφωνιέμαι με την Εκδοτική και μου λέει ο εκδότης ότι δεν μπορώ να βγάλω αυτό το βιβλίο, γιατί το κοστολόγησα 9.000 ευρώ –το μπάτζιετ, πώς διάολο τα λεν αυτά; προϋπολογισμό εμείς το λέγαμε– και θα πάμε για χορηγία – ο Γιώργος το περιμένει πάρα πολύ αυτό το βιβλίο. Ε… είχα και δυο τρία τηλεφωνήματα… α! υπάρχει κι ένα άλλο κακό σε μένα, ότι πολλές φίλες, φίλοι, έχω πολύ, πολύ κόσμο γύρω μου, γιατί ειμαι και οδηγός εν ενεργεία, οδηγός, προσκοπίνα, και έχω επαφή με πολύ νέα παιδιά, πολλά απ’ αυτά με θεωρούνε ότι τους δίνω καλές συμβουλές, ή τουλάχιστον τους απαλαίνω τον πόνο, κι είχα δύο τρία τηλεφωνήματα, την ίδια μέρα όλ’ αυτά, όπου μου είπε η μία ότι ο άντρας της έχει γκόμενα, η άλλη ότι δεν ξέρω τι, και μια άλλη φίλη ότ’ είχε καρκίνο και πεθαίνει, έχει μείνει σαράντα κιλά… όλ’ αυτά μ’ είχαν φορτίσει σε τέτοιο σημείο… που, δεν ξέρω πώς, έκλαψα! Πόνεσα! Και μετά έτριβα τα μάτια μου. Την άλλη μέρα, το μάτι μου ήταν σε κακό χάλι. Δεν πήγα στο γιατρό, γιατί λέω, φαίνεται είν’ απ’ το κλάμα. Πέρασαν τέσσερις μέρες, παίρνω τον ομοιοπαθητικό, μου λέει πάρε τον οφθαλμίατρο. Πάω στον οφθαλμίατρο, ιογενής λοίμωξη, μου λέει, δεν έχει καμία σχέση με το κλάμα· συμπτωματικό. Έτσι έκλαψα. Που με ρώτησες πώς έκλαψα.
Η τρίτη φορά· υπάρχουν άλλες δύο…
Πάντα έτσι έκλαιγα, με τέτοιες εντάσεις. Βέβαια είχα και μια εκ… –αυτό όμως δε σε αφορά…– κάτι εξωματώσεις – σε μεγάλες, δύσκολες στιγμές. Εξωματώσεις το λεν οι ψυχίατροι, οι νευρολόγοι. Εξωμάτωση, βγήκα έξω απ’ το κορμί μου κι έβλεπα τον εαυτό μου από πάνω.
Εκ-σωματώσεις;
Έτσι το λέω γω, μπορεί να μην είναι όρος επιστημονικός. Ντε ζια βι, το είπαν. Και αρχίσαν να μου κάνουν θεραπεία για… για επιληψία –στα πενήντα τρία μου, πριν δεκαοκτώ χρόνια, όχι, ψέματα, στα πενήντα δύο, ναι– την οποία σταμάτησα βέβαια.
Με υπόδειξή τους;
Όχι! με την ομοιοπαθητική. Η σχέση μου με την ομοιοπαθητική αρίστη. Όχι απλώς καλύτερη από την ιατρική την επίσημη. Γιατί ο γιατρός μου, ο ομοιοπαθητικός μου, είναι γιατρός και συνεργάζεται με τους γιατρούς τους κλασικούς. Βέβαια! Δηλαδή, όταν έπαθα έναν έρπητα ζωστήρα, γιατί έχω πάθει και τέτοια πολλά, ε… συνεννοείται ο δερματολόγος, ο κλασικός γιατρός, με τον ομοιοπαθητικό: Εγώ θα δώσω αυτά τα φάρμακα, λέει ο ένας, Εγώ δε δέχομαι την κορτιζόνη, Ωραία, βοήθησέ την εσύ τότε. Δηλαδή ο ένας ενδυναμώνει τ’ αντισώματα, δεν ξέρω αν τα λέω σωστά, και ο άλλος κάνει τη θεραπευτική αγωγή. Πάντα έτσι λειτουργώ. Εντάξει, δεν απορρίπτω την κλασική ιατρική, προς θεού, αλλά γίνεται συνεργασία. Δηλαδή το ψυχικό μέρος…
Με την εγχείρηση του στομαχιού εγώ δεν τρώω μαγειρεμένο φαγητό, δεν μπορώ να φάω, δεν έχω δωδεκαδάχτυλο. Τρώω ψητά, βραστά και σαλάτες. Δεν μπορώ να φάω όσπριο, παθαίνω φοβερούς τυμπανισμούς, που αναγκάζομαι να πάω σε νοσοκομείο, δηλαδή τόσο οδυνηρούς για να μου βάλουν σωληνάκι από κάτω να φύγουν τ’ αέρια. Η ομοιοπαθητική μ’ έχει σ’ αυτό το σημείο σώσει. Δεν μπορώ να πάρω φάρμακα λόγω στομαχιού και πιάνομαι ολόκληρη και μένω στο κρεβάτι δέκα δεκαπέντε μέρες. Και έρχονται οι γιατροί και σου λένε πάρε λεξοτανίλ να χαλαρώσεις και κάνε ενέσεις νευρομπιόν· εντάξει, τις ενέσεις τις κάνω, αλλά γιατί χαίρομαι την ομοιοπαθητική; Γιατί κάνω κάθε έξι μήνες εξετάσεις, παρακολουθεί: τι λείπει; νάτριο, να το δώσουμε! αλλά όχι χημικό, ομοιοπαθητικό· τι λείπει; έχω σπασμούς, μαγνήσιο! να δώσουμε. Δηλαδή, έχω έναν άνθρωπο που με παρακολουθεί και με στήνει όρθια. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Τίποτα! έν’ άρρωστο κορμί είμαι, μη νομίζεις, τίποτα γερό δεν έχω. Μα το θεό. Τίποτα. Εάν από κάτω με πιάσεις μέχρι επάνω, όλα μου είναι άρρωστα.
Δε σου φαίνεται…
Είμαι απάτη. Είμαι μια απάτη… Ξέρεις γιατί; Ίσως γιατί είμαι εγωίστρια και πεισματάρα και θέλω να… να ζήσω. (παύση) Ίσως και γι’ αυτό δε χώρισα κιόλας! Έφτασε και τέτοια ώρα, κάποτε… Βέβαια! (με χαμηλή φωνή, υποτίθεται πονηρή) Κάτι γκομενούλες…
Δεν κατάλαβα τέτοιο πράγμα στην ως τώρα περιγραφή σου...
Ε! καλά, η αγάπη αγάπη και οι γκόμενες γκόμενες.
Πραγματικές ή φανταστικές;
Πραγματικές (με φωνή που μόλις ακουγόταν, για έμφαση· με κανονική φωνή) Δεν έχω φαντασιώσεις.
Κατά τη δική σου πραγματικότητα ή και κατά τη δική του; το δέχεται;
Τώρα το συζητάμε, τότε έδινα μάχες· και τον κέρδιζα. Δεν είναι ότι το δεχότανε. Προσπαθούσα να τον αποσπάσω απ’ αυτή τη γυναίκα, δύο τρεις φορές, δύο ήταν τα δυνατά δηλαδή· και το κατόρθωνα. Είμαι πεισματάρα, και θέλω να ζήσω· γιατί έχω πράγματα να κάνω. Να δω τον εγγονό μου καταρχήν· τουλάχιστον να πάει στρατιώτης!
Α! έχομ’ έναν ορίζοντα μπροστά…
Έχουμε είκοσι χρόνια. Όχι είκοσι, δεκαπέντε, δεκατέσσερα χρόνια· ναι, ναι. Να φτάσουν οι κόρες μου, έλεγα άλλοτε· ε, τώρα φτάσανε οι κόρες μου, να πάνε πιο πάνω πια δεν έχει, πού να πάνε; Ε… τώρα να γράψω· τώρα η γραφή μου. Οι οδηγοί! το τι ζωή παίρνω όταν πάω στα παιδιά μια φορά τη βδομάδα ω θεέ! κλέβω από τα νιάτα τους· κλέβω το οξυγόνο τους· μπολιάζομαι με την αισιοδοξία τους, με το κέφι για τη ζωή, να φτιάξουν πράγματα, μετέχω, κατασκευάζω· ζω. Μέσα στο σπίτι μου, μ’ αυτές τις καταστάσεις, με όλ’ αυτά τα πράγματα μαζεμένα, μιζέρια, ναι (παύση· ξαφνικά) Δεν έχω εξομολογηθεί, παρά μία φορά στη ζωή μου· και… τώρα η δεύτερη!
Δεν είμαι παπάς…
Είσαι! Έχεις γένια! Έχεις και το ράσο… (φορούσα μια καμπαρντίνα)
Η πρώτη εξομολόγηση ήτανε σε παπά;
Η μοναδική εξομολόγηση. Δεν ξέρω αν σ’ ενδιαφέρει αυτό. Βράχνιαζα, βράχνιαζα, βράχνιαζα… Κάπνιζα πολύ, έπινα πολύ, έτρωγα πολύ, όλα στο πολύ. Είμαι άνθρωπος που θέλω να… να ξεπερνάω τα όρια μου. Ε, και κάποια στιγμή… το πέρασα άσχημα. Ξεπέρασα τα όρια κι ήρθε ο καρκίνος. Του λαιμού. Αλλά δεν πήγαινα στο γιατρό. Και μού ’λεγε ο Γιώργος, ο οποίος μέσα στα νοσοκομεία διοικητικός τόσα χρόνια κι αυτός, μου ’λεγε, Πρέπει να πας σε ωριλά. Δεν μπορείς να πηγαίνεις στο γιατρό τον παθολόγο και να σου λέει έχεις φαρυγγίτιδα ή λαρυγγίτιδα και κόψε το τσιγάρο! Θα πας. Και πήγα. Εκείνο το διάστημα, είχε περάσει ο Γιώργος ένα εγκεφαλικόή αυτούς τους αγγειοσπασμούς, τι ήταν δεν ξέρω, ακόμα όμως περπάταγε, δεκαοκτώ χρόνια τώρα. Και πάμε στον ωριλά, μένει ο Γιώργος έξω, ανοίγω το στόμα, βλέπω τον ωριλά να διαστέλλονται τα μάτια του, και του λέω, με ίχνος φωνής, μιλούσα πολύ χαμηλά, βραχνά και πολύ χαμηλά, δεν ακουγόμουνα, εξαιτίας του καρκίνου, και του λέω ότι έχω καρκίνο. Και μου λέει ο ωριλά, Πήγατε σε άλλο γιατρό; Λέω, Όχι, είστε ο πρώτος. Και πώς κάνατε τη διάγνωση; ρωτάει. Λέω, Απ’ τη διαστολή των ματιών σας! Και του λέω, Δε θα πεις τίποτα στον άντρα μου, έχει περάσει εγκεφαλικό. Και βγήκα έξω.
Α, αντίστροφα! ο άρρωστος κρύβει την αλήθεια από το συγγενή…
Και πάω στον ομοιοπαθητικό. Και όταν πήγα στον ομοιοπαθητικό και του έδειξα, (παύση) γιατί μού ’χανε πάρει κι ένα κομματάκι και το εξετάσανε, βιοψία, και του τό ’δειξα, γύρισε και μου είπε ο άθλιος, τον μίσησα εκείνη τη μέρα, Καλώς όρισες στην οικογένεια! μου λέει. Ξέρεις τι μεγάλη οικογένεια είναι των καρκινοπαθών; Τεράστια! Αυτό βρήκε να μου πει. Και τώρα, του λέω, τι κάνουμε; Μου λέει, Δύο δρόμοι υπάρχουν: Ή παλεύεις για να γίνεις καλά κι έχεις όνειρα και θέλεις να φκιάξεις πράγματα και σε βοηθάμε, ή δεν έχεις όνειρα και πήγαιν’ όπου θέλεις, και πας ν’ ακολουθήσεις τη μοίρα σου.
Βγήκα έξω, δεν ξέρω αν σ’ ενδιαφέρει, ήτανε ένα γαλάζιο κενό. Δεν υπήρχε δρόμος. Δεν υπήρχαν άνθρωποι. Τίποτα. Εγώ, κι ένα γαλάζιο κενό που περπάταγα. Κι έλεγα, Tώρα γώ εχω καρκίνο! δηλαδή; τι κάνω; Ακριβώς απέναντί μου σκοντάφτω σε κάτι σκαλοπάτια. Κι ήταν μια εκκλησία. Ο Άγιος Χαράλαμπος. Κι ανεβαίνω τα σκαλοπάτια να πάω ν’ ανάψω ένα κερί. Θρήσκα κατά βάθος εγώ. Πάντα! Παιδί του κατηχητικού. Δεν αντέχω τους παπάδες, και τις ψευτιές. Αλλά πιστεύω και θαυμάζω, μετά ’πό πολλές μελέτες άλλων θρησκειών, το Χριστό. Τον θεωρώ επαναστάτη, τον θεωρ... τέλος πάντων: Πιστεύω.
Και μπαίνω μες στην εκκλησία, κι ήταν όλο σκοτάδι, ήτανε βράδυ, χειμώνας, δεκαεφτά Νοέμβρη, επτά η ώρα ήταν, αλλά ήταν όλα σκοτεινά, δεν είχ’ ούτ’ ένα καντήλι, ούτ’ ένα κερί. Άι σιχτίρ! λέω, κι εδώ μαυρίλα; και πάω να φύγω. Κι έρχεται ένας παπάς προς το μέρος μου. Αλλά έμεινα πολλή ώρα μέσα –δε θυμάμ’ εγώ, ο παπάς μού τά ’πε– και πάω να φύγω· και την ώρα που πάω να φύγω, μου λέει ο παπάς, Μήπως έχετε σπίρτα; Και του λέω, μ’ αυτή την ελάχιστη φωνή, Έχω αναπτήρα, που ανάβω τσιγάρα· κάνει; Με κοιτάει αυτός, μου λέει, Για πες το πιο δυνατά. Λέω, Δεν έχω φωνή, μόλις μού ’παν ότ’ έχω καρκίνο. Είναι η πρώτη φορά που το λέω. Με πιάνει ο παπάς και μου λέει, Mε κοροϊδεύεις τώρα; Λέω, Όχι, αλήθεια σου λέω. Μ’ έπιασε και με ταρακούνησε. Λέω, Αλήθεια σου λέω. Μου λέει, Ωραία, με τον αναπτήρα άναψε κεριά. Και βρέθηκα ν’ ανάβω κεριά, καντήλια… Και μετά με βουτάει ο παπάς, με καθίζει κάτω και μου λέει, Πες μου τώρα την αλήθεια. Μείναμε μιάμιση ώρα, δε θυμάμαι τίποτα, μα τίποτα δε θυμάμαι! Τίποτα. Θυμάμαι τον παπά να μου λέει, Χαρίτη, θα πας να χειρουργηθείς, θά ’ρθεις αύριο να κοινωνήσεις, λέω, Δεν έχω νηστέψει, λέει, Δε μ’ ενδιαφέρ’ η νηστεία, εγώ είμ’ εναντίον της νηστείας. Θά ’ρθεις να κοινωνήσεις, θα πας να χειρουργηθείς, και θα γίνουν όλα καλά. Θα με πιστέψεις! Αλλά με… μ’ έπιανε από τους ώμους και με ταρακούναγε: Θα ντο πιστέψεις αυτό. Είσαι στον οίκο του θεού. Θα γίνεις καλά. Ε, τώρα τι ηταν αυτό το πράγμα; δεν ξέρω, είχ’ ανάγκη κάπου να κρατηθώ; ξέρω γω; τι να σου πω: Κατέβηκα τις σκάλες με την πεποίθηση ότι θα γίνω καλά.
Εσύ εισαι από τους τυχερούς που στην κρίσιμη στιγμή βρήκαν τον κατάλληλο άνθρωπο…
Δύο κατάλληλους. Ο ομοιοπαθητικός, που μ’ έριξε με τα μούτρα μέσα, δε μου είπε ήξεις αφήξεις, με ταρακούνησε, με πέθανε. Κι ύστερα ο άλλος που με… με τράβηξε. Και συνεννοημένοι να ήταν… (αργά) Κισμέτ; Ειμαρμένη;

Με ρώτησες αυτά τα πράγματα που δε θέλω να πω σε κανέναν… Ναι! έχουν έρθει ώρες που θέλω να πάρω ένα μαξιλάρι να τον πνίξω το Γιώργο, να τον σκοτώσω. Αυτές οι ώρες ήταν πολύ έντονες τότε, στις δύσκολες μέρες. Έχουν έρθει στιγμές που είπα θα… θα πάει σ’ ένα ίδρυμα, σ’ ένα γηροκομείο. Στιγμές. Κι αμέσως λέω, Τι λες, βρε μαλάκα; θα πεθάνει! Θα πεθάνει ο Γιώργος; Αδύνατον. Κάτσ’ εδώ! Μη μιλάς.
Πόσο αδύνατο; Δε θα πεθάνει ποτέ;
(παύση, κάπως μεγάλη) Αυτό είναι μια άλλη ερώτηση, που μου λέν τα παιδιά μου, Ο μπαμπάς μόλις πεθάνει, θα πεθάνεις κι εσύ μαζί. Κοίτα να σταθείς στα πόδια σου. Θέλουν να μου πούνε ότι πρέπει να… να κρατηθώ. Ότι, Ο μπαμπάς είναι δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερος και πρέπει να πεθάνει πρώτος· δε θα πεθάνεις εσύ πρώτη. Και τους λέω, Δε θα πεθάνω, γιατί πρέπει. Δηλαδή θέλω να πιστεύω κάπου μέσα μου βαθιά ότι, αν δεχθούμε τη θεία δύναμη, ότι έγινα καλά εγώ, κι από τον καρκίνο κι από το στομάχι, ιδιαίτερα από το στομάχι, γιατί με το στομάχι είχα μπει στον Αχέροντα, στη βάρκα, πέρασα τον Αχέροντα, έδωσα και τον οβολό μου, και ξαναγύρισα πίσω, ότι έγινα καλά εγώ για να υπηρετώ το Γιώργο.
Και το θέμα ξέρεις ποιο είναι; ένα άλλο δε σου είπα, σημαντικό. Ότι μετά τον καρκίνο, και ιδιαίτερα μετά το στομάχι, αλλοτριώθηκε ο χαρακτήρας μου. Δε με ενδιαφέρει τι θα πει ο τάδε, τι θα πει ο δείνα, δε μ’ ενδιαφέρ’ η εξωτερική κριτική, θέλω να πω το “μαλάκας” το λέω, θέλω να σου πω “άντε γαμήσου” και το λέω, δε μ’ ενδιαφέρει τίποτα, δε μ’ ενδιαφέρ’ η καταναλωτική κοινωνία· έχω γίνει ένας άλλος άνθρωπος· κι έχω βρει τον εαυτό μου των δεκαπέντε χρόνων. Μετά το στομάχι και μετά τον καρκίνο άρχισε η μετάλλαξη. Του εαυτού μου. Ο καρκίνος πρώτος. Δεκαοχτώ χρόνια ο καρκίνος, δώδεκα το στομάχι. Έτσι λοιπόν έχω πετάξει τα περιττά ’πό πάνω μου. Εκείνο που επιμένει ο ομοιοπαθητικός μου να πετάξω είναι να μη λέω “ναι”. Δηλαδή μου λέει, δεν έχεις δικαίωμα να δέχεσαι οποιονδήποτε στο τηλέφωνο, να δίνεις συμβουλές, να φορτίζεσ’ εσύ να ξεφορτίζοντ’ εκείνοι, και να λέν “αχ, Χαρίτη, σ’ ευχαριστώ, μ’ έκανες καλά”. Ποια είσ’ εσύ; μου λέει. Ψυχολόγος είσαι; Τι εισαι; Να τους στείλεις σ’ ένα ψυχολόγο. Δεν έχεις δικαίωμα· να δίνεις συμβουλές. Με την έννοια μη φορτίζομαι, μη δέχομαι το φορτίο των άλλων ανθρώπων. Σου φτάνουν τα δικά σου, μου λέει. Δε λέω “όχι” εύκολα. Τώρα τελευταία έχω αρχίσει να λέω όχι.
Αυτές ήταν οι δύσκολες στιγμές, δηλαδή περάσαν απ’ το νου μου… Αυτό μού ’χει συμβεί, δηλαδή αν τα συναθροίσω, πρέπει νά ’ναι καμιά δεκαριά φορές που μου περάσανε ιδέες, να προστατεύσω τον εαυτό μου από το Γιώργο· ν’ αποστασιοποιηθώ. Αλλά ήτανε κλάσματα του δευτερολέπτου. Αμέσως μετά ερχότανε το συναίσθημα: το Γιώργο; τον μόνο άντρα που σε φλέρταρε στη ζωή σου; Γιατί νόμιζα πάντα ότι ήμουν πολύ άσχημη. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που με κοίταξε σαν γυναίκα. Κι όταν τώρα ρωτάω τους φίλους, τους φίλους τους παλιούς, Γιατί δε με κοιτάγατε; γιατί ποτέ δε με φλερτάρατε; Εσένα ρε; εσύ ήσουν το φιλαράκι μου! Ο Γιώργος λέει ότι δεν έβλεπα. Σε φλερτάριζε ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε· μα δεν είχες πάρει είδηση τίποτα; Του λέω, Γιατί δε μου το ’λεγες, βρε;
Έβλεπε εκεί που δεν υπήρχαν;…
Δεν ξέρω. Δε με ζήλεψε ποτέ. Δε μου είπε “όχι” ποτέ. Δε μου σταμάτησε καμία δραστηριότητα ποτέ. Πήγαινα με πελάτες έξω –πάντα ενημερωμένος: Γιώργο, θα πάω στο Ιντεάλ να φάω με τον τάδε πελάτη –έναν πλούσιο που δεν μπορούσα να τον πάω στο κουτούκι, ή να τον δεχθώ στο γραφειάκι μου, και έδινα μετά ραντεβού έξω–, δε ζήλεψε ποτέ. Με παρότρυνε να ντύνομαι σαν γυναίκα. Αυτός μ’ έμαθε να φοράω ψιλή κάλτσα, δεν είχα φορέσει ποτέ, αυτός μ’ έμαθε να βάφομαι, αυτός μου έκανε την κοτσίδα κότσο, αυτός μου φόρεσε ψηλά τακούνια, αυτός μού ’βαλε στενά φορέματα, αυτός μ’ έβαλε να βάλω καρέ… μ’ έκανε γυναίκα! Που ήμουν ένα… ένα κοτσάνι. Έτρεχα σε διάφορα τότε τρελά μου. Ήθελα να μάθω πώς γίνεται η νεκροψία, πήγαινα στα νεκροτομεία, πήγαινα σε φιλοσοφίες, ήμουνα οπαδός του Ασπιώτη, σε συγκεντρώσεις, έψαχνα τις θρησκείες – παιδί όταν ήμουνα…

Κι αυτός ο φίλος, ο αγαπημένος, μού ’δωσε μία αμπούλα. Του είπε ο γιατρός ο πνευμονολόγος, ένας Αναγνώστου, ήταν τότε στο Νοσημάτων Θώρακος, του είπε ότι Έχετε τρεις μήνες ζωή και αύριο πρέπει να μπεις στο Σωτηρία, και τού ’πε, Όχι. Έχω πολλές δουλειές να τακτοποιήσω, (αργά:) θέλω ένα μήνα και μετά να μπω. Του λέει, Μετά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Λέει, Δώστε μου κάτι, δώστε μου κάτι… Και δεν μπήκε στο νοσοκομείο.
Σ’ αυτό το τρίμηνο μέσα, μία φορά του ’δωσα ένα ραντεβού κρυφά ’π’ το Γιώργο, βρεθήκαμε έξω, μού ’δωσε την αμπούλ’ αυτή και μου είπε, Τελείωσα τις δουλειές μου, θα μπω στο νοσοκομείο. Δε θά ’ρθεις να με δεις. Και την ημέρα που θα πω στο Γιώργο να έρθεις, θα μου φέρεις την αμπούλα και θα μου τη ρίξεις μες στον ορό… Μακριά ’πό τα παιδιά, κρύψ’ τηνα, κάν’ τηνα, ασφάλισέ την, την ημέρα που θα πω στο Γιώργο νάρθεις να μου τη φέρεις. Το τι τράβηξα! τι μέρες πέρασα… Ο Γιώργος πήγαινε κάθε μέρα και τον έβλεπε. Και να μου λέει, Έλα στο νοσοκομείο να δεις τον Παντελή, παιδάκι μου! Λέω, Δε θέλω! δε θέλω. Το ζήτησ’ εκείνος; Βρε Παντελή, συγνώμη η Χαρίτη δεν μπόρεσε, με δικαιολογούσε, δεν μπόρεσε νά ’ρθει, είχε δουλειές… Όχι, όχι, όχι· να μην έρθει· δε θέλω να έρθει η Χαρίτη. Μα δε θες τη Χαρίτη; που εσείς ήσαστε κολλητοί; Δε θέλω νά ’ρθει. Εγώ θα της πω πότε θά ’ρθει. Δε θέλω να με δει έτσι. Δε με ειδοποίησε ποτέ να πάω. Κι έζησ’ έξι μήνες. Ένα μήνα στην κλινική και μετά ζήτησε να πάει σπίτι του να πεθάνει. Κι έζησε σπίτι του άλλους πέντε μήνες… Στο σπίτι του πέθανε, στο Γύθειο. Εντωμεταξύ, όταν ήταν στην κλινική, στο νοσοκομείο μέσα, βρέθηκε μία κοπέλα η οποία τον αγάπησε πάρα πολύ! Του στάθηκε! Όχι έρωτας, του συμπαραστάθηκε! και η οποία πήγε μαζί του και στο Γύθειο. Νοσηλεύτρια, ιδιωτική, ε…  αποκλειστική. Η οποία όμως πια ήταν και μέρα και νύχτα, δεν έφευγε από κοντά του. Είχε βρει τον πατέρα της, λέει, που δε γνώριζε.
Θυμάμαι, λοιπόν, τότε ότι δεν άντεξα. Δέκα δεκαπέντε μέρες κράτησα αυτό το φάρμακο, και πήγα σ’ έναν άλλο γιατρό, φίλο μου, οικογενειακό, μεγάλο άνθρωπο, και του λέω Λαυρέντη μου –ο Γιώργος δεν το ξέρει ακόμη αυτό, δεν του το ’χω πει– Λαυρέντη, έγινε με τον Παντελή –τον ήξερε– αυτό κι αυτό κι αυτό, τι να το κάνω; Δεν το θέλω μές στο σπίτι με παιδιά. Μου λέει, Φέρ’ το μου δω, θα το κρατήσω γω. Κι όποτε σου πει, θά ’ρθεις να το πάρεις από μένα. Και του το ’δωσα. Εκείνη την ημέρα αλάφρωσα! φύγαν τα βάσανά μου, που έφυγε απ’ τα χέρια μου. Μετά είχα την αγωνία να μη με καλέσει ο Παντελής να το κάνω. Γι’ αυτό λέω, ότι λέμε ότι θέλουμε να πεθάνουμε, αλλά… ναι, η ζωή είναι γλυκιά. Ο Γιώργος θέλει να πεθάνει, αλλά…
Θέλει;
Ναι. (κατηγορηματικό)
Πώς το ξέρεις;
Το λέει κάθε μέρα! Γιατί δεν πεθαίνω; Γιατί ο θεός μού παίρνει κομμάτι κομμάτι; Τι έχω κάνει; Έντιμος υπήρξα. Εξυπηρέτησα όλο τον κόσμο. Τι έκανα στη ζωή μου; Του λέω, ότι το μόνο που δεν έκανες είν’ υπομονή. Δεν έμαθες να υπομένεις. Ήθελες όταν έκανες κάτι να το κάνεις εκείνη την ώρα και γρήγορα. Να λοιπόν! σου δίνει την ευκαιρία να μάθεις να υπομένεις. Κάν’ το!
Τι να υπομείνει;
Την κατάστασή του, να την αποδεχθεί και να υπομείνει. Έτσι του λέω· μαλακίες. Τι να πω; Κάτι πρέπει να λέω κι εγώ. Εγώ, δε, πιστεύω ότι έγινα καλά και με βοήθησε η θεία δύναμις ή η τύχη ή ό,τι πεις, όχι για μένα, αλλά γιατί αγαπούσα το Γιώργο, για να… για να υπηρετήσω το Γιώργο. Και πιστεύω ότι, όταν θα πάψει να υπάρχει αυτό το έργο, θα φύγω κι εγώ. Δεν το έχω πει στα παιδιά μου, αλλά το πιστεύω μου αυτό είναι. Α, ναι! μου τό ’παν τα παιδιά, χωρίς να τους τό ’χω πει· με διαβάζουνε.
Βέβαια αυτό είναι κι αφορμή να γράψω και βιβλία. Βέβαια. (παύση) Δε με εκδίδει κανείς – είμαι γριά εγώ! (γελάει με το αστείο της). Δουλεύω μόνη μου. Τα πουλάω μόνη μου, βγάζουν τα λεφτά τους και βγάζω το επόμενο. Αλλά είναι όλα σκληρά, γιατί βγαίνει έξω η σκληράδα μου· δηλαδή όλ’ αυτά που δεν μπορώ να κάνω, σκοτώνω ανθρώπους… ό,τι βία υπάρχει μέσα μου, από τις διάφορες καταστάσεις, βγαίνει εκεί… Στα βιβλία μου. Σας έφερα! Αλλά με μία υπόσχεση, μάλλον με μία υποχρέωση: θα μου πείτε τη γνώμη σας καθάρια, ηπειρώτικα, λεβέντικα.
Όπως ο… Ηπειρώτης απ’ τη Βήσιανη…
Ναι. Ναι, ήταν λεβέντης ο Γιώργος. Ήταν έντιμος. Και σκορπιοχέρης. Μην άκουγε – είχε δύο αδυναμίες: τις μανάδες –είχε μεγάλη αδυναμία στη μάνα του–, τις γριούλες, και τα παιδάκια. Δηλαδή δεν μπορούσε ν’ ακούσει για παιδί που πεινάει ή γριούλα που πονάει. Σε όλες τις γριές του σογιού μας έτρεχε, όλες τις μάνες με τα παιδάκια τις βοήθαγε.
Ο Γιώργος ήταν πολύ κύριος. Παιδί μου, πριν αρρωστήσει, σαράντα χρόνια ας πούμε, καθόμαστε στο τραπέζι –όπου μονίμως με τις δουλειές μου, σερβίριζα πάντα όμως φαγητό, τραπέζι, μαγείρεμα, όχι έξω και τέτοια, δεν είχαμε ποτέ–, δεν έτρωγε αν δεν καθόμουνα στο τραπέζι! Δεν άρχιζε να τρώει αν δεν καθόμουνα στο τραπέζι. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγαίνουμε έξω και να βγει στην πόρτα πρώτος! όλ’ αυτά τα χρόνια. Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ ανάψω τσιγάρο και να μη μου τ’ ανάψει! Είχε μία ευγένεια, πώς να το πω; φυσική, που δεν ήτανε επίκτητη· γιατί κάποια στιγμή θα… θα φαινότανε.
Ο άντρας! το πρότυπο! Ο άντρας που δεν εκφράζει τα συναισθήματά του – αλλά που είναι κύριος. Κύριος! Κύριος. Ο άνθρωπος που πήρε τα παιδιά του σε ηλικία δώδεκα δεκατεσσάρων ετών και τα πήγε στο μαιευτήριο, να τους δείξει πώς γίνονται τα παιδιά –εγώ δεν τους είπα τίποτα ποτέ!–, να τους πει πώς πρέπει να προφυλλάσσοντ’ απ’ τις αρρώστιες, «κοίτα πώς γίνετ’ ένα παιδί, έτσι!», και… (παύση) Ναι, δεν τους άφην’ ερωτηματικά ποτέ.
Και σε ερωτήσεις που δεν υπήρχαν;
Υπήρχαν πάντα. Πάντα υπήρχαν ερωτήσεις. Θυμάμαι μία περίοδο, που ήταν πρόεδροι των τάξεων, τα παιδιά μου και οι δύο, και τις είχανε πλησιάσει η ΚΝΕ και η Χρυσή Αυγή. Τις τραβούσανε. Βέβαια αυτές με την ΚΝΕ, εκεί ηταν τα ενδιαφέροντα. Δεν ήταν στην ΚΝΕ: θέλαν να γραφτούν. Ο Γιώργος ήτανε στη Θεσσαλονίκη, εγώ μόνη εδώ, η Ασφάλεια μπαινόβγαινε στο σπίτι… κι αυτές στην ΚΝΕ! Καλά, η Ασφάλεια ερχότανε μέχρι και το ’75, το ’78 – μετά τη Μεταπολίτευση, ναι. Η κόρη μου ήταν δεκαέξι ετών, το ’60 είναι γεννημένη, είναι μεγάλη. Τότε, λοιπόν, εγώ δεν ήξερα τι να κάνω, τηλεφώνημα στο Γιώργο, «ήρθανε δύο Κνίτισσες» κι αυτό κι εκείνο, και μετά, ξέρω γω, προσπαθούσα να τις σταματήσω, και να τους πω ότι εγώ είμαι πιο πολύ κομουνίστρια από εσάς, γιατί εσείς φοράτε, ας πούμε, το Λακόστ το μπλουζάκι που εγώ δεν το βάζω μέσα στο σπίτι μου, κι έχετε τα Μάρλμπορο τα τσιγάρα όταν εγώ καπνίζω Σαντέ! Τι κομουνίστριες είσαστ’ εσείς; Αλλά δεν τα ’βγαζα πέρα με το μπούρου μπούρου μπούρ… Το Γιώργο τηλέφωνο! Έρχεται ο Γιώργος, «Θέλετε να πάτε στην ΚΝΕ; να πάτε! Να πάτε να γραφτείτε. Αλλά μ’ έναν όρο: οι κόρες μου θέλω να ’ναι πρώτες. Θα διαβάσετε τον Στάλιν, το Κόκκινο Βιβλίο», ξέρω γω, «θα διαβάσετε Τρόσκι, θα διαβάσετε αυτό, θα διαβάσετε Χρυσή Αυγή», ξέρω γω τι τους έδινε, βιβλία πολιτικά, και «θέλω να πάτε διαβασμένες. Όταν τα διαβάσετε αυτά, πηγαίνετε και με δική μου υπογραφή, είστε ενήλικες, πηγαίνετε όπου θέλετε». Ε, τις είχε ένα χρόνο και διαβάζανε! Μετά έγιναν απολίτικες. Με αριστερές τάσεις. Δηλαδή, δε γραφτήκαν ποτέ πουθενά. Ο Γιώργος έλεγε ότι «παν απαγορεύσιμο επιθυμητό. Δε θ’ απαγορεύσεις τίποτα στα παιδιά. Θα τους εξηγείς». Κι έλεγε: παν απαγορεύσιμο επιθυμητό.
Παν απαγορεύσιμο ή παν απαγορευμένο;
Ναι, ξέρω γω πώς τό ’λεγε; Ναι…
(παύση, που παρατείνεται)

Πότε πρέπει να πεθάνει ο Γιώργος;
(περίσκεψη) Δε θέλω να το σκέφτομαι. Δε θέλω να το σκέφτομαι. Κάποιες στιγμές προσπαθώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς το Γιώργο…
Υπήρχε ένα σπίτι άδειο, μιας συγγενούς μας, και η κόρη μου η μεγάλη έριξε την ιδέα, «Βρε μαμά, δεν πηγαίνεις εκεί, να περνάς λίγες ώρες μόνη σου; να γράφεις…» Γιατί στο σπίτι δεν μπορώ, γράφω όταν κοιμηθεί ο Γιώργος, δέκα η ώρα, ή ξυπνάω το πρωί από τις πέντε, για να ’μαι μόνη μου. Εκείνος ξυπνάει οκτώ. Έχει ιδρυματοποιηθεί. Σεροκουέλ του δίνουν για θεραπεία, για τα νεύρα του – ένα φάρμακο, το ξέρεις; δεν το ξέρεις, τέλος πάντων. Και αυτό το σπίτι το χάρηκα τρεις μήνες. Χιιι… (επιφώνημα ύψιστης απόλαυσης) Ήταν η πιο καλή περίοδος της ζωής μου. Έμπαινα μέσα… ένα δωμάτιο ήτανε, κι είχε την τύχη να βλέπει σε μία πλατεία με δένδρα, έμπαινα μέσα, έβγαζα ό,τι φόραγα, γυμνή τελείως, ή ένα ρομπάκι που το είχα εκεί..., σαν να πέταγα! Καμία σχέση με το Φαραντάτων 96, το σπίτι μου στην Καλλιθέα. Και… μάλιστα, άνοιγα το γενικό διακόπτη κι είχα βάλει το ραδιόφωνο ώστε μόλις μπαίνω μέσα να ανοίγω το γενικό και ν’ ακούω τη μουσική που ήθελα. Εκεί μπορούσα να κοιμηθώ (αργά αργά, μία μία τις λέξεις, θεατρικά, το απολαμβάνει, ιδίως το “γυμνή”) έντεκα η ώρα το πρωί, γυμνή, ντυμένη· μπορούσα να διαβάζω, χωρίς να ακούω το αχ! αχ! το βογκητό –α, γιατί ο Γιώργος τώρα τελευταία κάνει αχ, αχ, αχ, ειδικά όταν με βλέπει· όταν ξέρει ότι είμαι στο χώρο μέσα.
Κι αν ξέρει ότι δεν είσαι;
Όχι. Κι όταν είναι ξένοι, πάλι όχι. Και ξέρει ότι με πληγώνει αυτό. Του το λέω. Το κάνει επίτηδες. Η μικρή… η μικρή μου κόρη ισχυρίζεται ότι νανουρίζεται: αχ, αχ, αχ, αχ… Το κάνει κάποιες φορές και μόνος του όταν είναι, αλλά το πολύ έντονο, το δυνατό, είναι όταν είμ’ εγώ σε απόσταση ακοής. Όταν έρχοντ’ οι φίλοι του, καθόλου! Κάθονται δυο ώρες, τρεις ώρες; καθόλου! Κουβεντιάζουν… α, επί παντός επιστητού.
Τι εγκεφαλικό είναι αυτό μετά;
Ξέρω γω; έλα να τον γνωρίσεις! Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.

Πότε πρέπει να πεθαίνει ο άνθρωπος;
Πότε πρέπει να πεθαίνει; Για μένα όταν δεν αυτοεξυπηρετείται.
Ο Γιώργος δεν αυτοεξυπηρετείται, άρα έπρεπε να έχει ήδη πεθάνει…
Θεωρητικά.
Πόσα χρόνια τώρα έπρεπε να είχε ήδη πεθάνει με βάση αυτό το “θεωρητικά”;
Τουλάχιστον τέσσερα.
(παύση)
Καμιά φορά  είναι λίγο δύσκολο να λέμε για τους άλλους… Ναι, βέβαια· ναι, ναι.
Εσύ πότε θα ήθελες να πεθάνεις;
Όταν δε θα μπορούσα ν’ αυτοεξυπηρετηθώ. Να μη γίνω βάρος στα παιδιά μου. Τους έχω δώσει και γραπτώς και προφορικά, τους το έχω αφήσει και γραπτώς, ευχή και κατάρα, αν βρεθώ σ’ αυτή την κατάσταση, γηροκομείο. Στην οποιαδήποτε κατάσταση που δεν μπορώ να αυτοεξυπηρετηθώ ή χάσω το μυαλό μου. Γηροκομείο! Γηροκομείο, για να μπορώ να μιλάω με το γέροντα, να μαλώσω, να διαολιστώ – και να μη σκέφτομαι ότι έχω φυλακίσει τα παιδιά μου, γιατί ειναι φυλακή.
Νιώθεις φυλακισμένη;
Ναι, νιώθω.
Είσαι φυλακισμένη;
Είμαι. Αλλά εγώ το θέλω και είμαι. Φυλακισμένη και στα συναισθήματά μου φυλακισμένη και στην κίνηση. Ζω σε μια φυλακή.
Αυτό το σπιτάκι ήταν για μένα το διάλειμμα. Νοικιάστηκε… Δεν έχω λεφτά να το νοικιάσω, 350 ευρώ, δεν μπορώ, με την αύξηση θα πάει 400. Αλλά εκεί είχα βιβλία, είχα το κασετόφωνό μου, κι έχω μιλήσει πολύ για τη ζωή μου. Για τον Κώστα τον εγγονό μου, τού ’χω πει αστεία πράγματα γιατί του αρέσουν, «Γιαγιά πες μου ιστορίες μυαλού», μου λέει, να τα βγάζω από το μυαλό μου, όχι παραμύθια. (παύση) Ήταν ωραία, αυτό το σπιτάκι μού ’δινε ζωή. Τώρα, αν θα θέλω να σκεφτώ, αν θέλω να γράψω, έχω τα καφενεία, όπως εδώ! ψάχνω να βρω γωνιές…
Στο σπίτι σου δεν μπορείς;
Ώρες που είναι εν κοιμήσει… Είναι και η γυναίκα – η γυναίκα είναι ένας τρίτος άνθρωπος. Όχι μονίμως όλο το εικοσιτετράωρο, τις διώχνω το βράδυ, δηλαδή η συμφωνία είναι να φεύγουν το βράδυ. Να φεύγουν και το μεσημέρι, δύο η ώρα κοιμάται ο Γιώργος, δύο δυόμισι φεύγουν οι γυναίκες, η γυναίκα η εκάστοτε, έρχεται στις πέντε που σηκώνεται ο Γιώργος, και δέκα η ώρα που πέφτει ο Γιώργος φεύγουνε. Με ό,τι συνέπειες έχω γω. Χθες το βράδυ έκανε κακά του ας πούμε στη μία η ώρα, δε με νοιάζει, τον περιποιούμ’ εγώ· στις τέσσερις η ώρα ήθελε νερό, σηκώνομ’ εγώ, δε με πειράζουν αυτά. Γεωργιανή είναι αυτή που έχουμε. Έχουν κι αυτές ένα εισόδημα!
... με το να ισχύει το θεώρημα “ποτέ! δεν πρέπει να πεθαίνει ο  άνθρωπος”
Εφτακόσια ευρώ.
Περισσότερ’ από την κόρη μου, που παίρνει εξακόσια ογδόντα…
Οι δικές μου κόρες, που κάνουνε μαθήματα, δε φτάνουν τα πεντακόσια ευρώ.
Πρόοδος!
Ε;
Πρόοδος…
Πρόοδος… (παύση)
Το περίεργο είναι ότι δε με πήρε τηλέφωνο, λες να το ’χω κλειστό; (παύση παρατεταμένη)

Πόσο έχουμε σήμερα; 11, 11 Οκτώβρη, δεν έχω Αλτσχάιμερ ακόμα…
Να σου τα πληρώσω, πόσο κά… (είχε στο μεταξύ βγάλει δύο βιβλία της για να μου τα προσφέρει)
Τα πλήρωσες! (με κόβει) Μ’ έβγαλες απ’ το σπίτι. Χα! Καλύτερο πλήρωμα απ’ αυτό;…
Λοιπόν, αυτό (το εξώφυλλο) είναι η πρώτη… η πρώτη ζωγραφική του εγγονού μου. Δακτυλομπογιές. Δύο ετών. Ούτε δύο, ενάμισι. Τό ’κανα αυτοκόλλητο και το κολλώ – ε, ναι: δε συμφέρει να βάλω έγχρωμο, είναι πολύ ακριβό.
Αυτό (το άλλο βιβλίο) είναι μια αληθινή ιστορία. Πριν δύο χρόνια, είχα μια Βουλγάρα στο σπίτι, μαζί με την κόρη μου τη μικρή κρατήσαν το Γιώργο, κι έφυγα πέντε μέρες. Άδεια! Και πήγα στο Πόρτο Κατσίκι. Λοιπόν, λατρεύω τη θάλασσα. Κολυμβήτρια ήμουνα· και κωπηλάτισσα. Ναι, ο Γιώργος έλεγε πάντα ότι «εγώ ερωτεύτηκα τα φτερά της Χαρίτης». Μα ήμουν έν’ ασχημόπαπο, παιδί μου, με φρύδια σαν τον Καραμαλή, τόσα ήταν… τέλος πάντων· είχα και κάτι γυαλιά-φακούς, μια κοτσίδα πίσω, ένα ταγάρι, και τα τσιγάρα πάντα, από δεκαεπτά ετών· καπνίζαν όλοι στο σπίτι μου, και η γιαγιά μου κι η μαμά μου. Λοιπόν, πήρα άδεια και τό ’γραψα… Είναι σκληρό βιβλίο. Η κόρη μου η μουσικός μού το απέρριψε, δε θέλει ούτε να… Το διάβασε, μου το απέρριψε, δεν τό ’χει στη βιβλιοθήκη της, και θεωρεί ότι είναι προσβολή να λέν ότι η μητέρα της έγραψε αυτό το πράγμα. Με τόση βία; η μαμά η δική μου βία; Είναι εναντίον της βίας. Εγώ ναι, το χαίρομαι αυτό το βιβλίο – γιατί ειν’ το τελευταίο· άμα γράψω το καινούργιο, θ’ απορρίψω αυτό, το ξέρω, μου συμβαίνει· αλλά σήμερα το θεωρώ σημαντικό. (παύση)
Και τώρα τυπώνονται οι Εφτά Ιστορίες, οι τρεις εκ των οποίων είναι περιστατικά που μου διηγήθηκαν οι διάφοροι γιατροί, οι νευρολόγοι, οι ψυχολόγοι… που ερχόντουσαν, ένα ατύχημα, ένα σενάριο, κι ένα θεατρικό που παίχτηκε στο μπαράκι του Αλκέτα, σ’ ένα μπαράκι στον Πειραιά, από έναν θίασο…
Ένα ένα μού τα ξεφουρνίζεις! (κοιτάζω το ρολόι μου)
Η ώρα μας φεύγει!;
Πρέπει να φεύγουμε σιγά σιγά… (είχαμε πια βγει εκτός θέματος για τα καλά· ξάφνου κουδούνισε το κινητό της)

Να τος! Πο πο, φοβερό πράγμα ε; Έπρεπε να τον πάρω.
Ναι!... (απαντά στο κινητό) έλα, Γιώργο μου, φεύγω, έρχομαι. Στη… στο… στα Εξάρχεια. Ναι, μωρό μου, με τη συγκοινωνία θά ’ρθω. Δύο και τέταρτο ελπίζω να είμ’ εκεί – πρώτα ο θεός. Είσαι καλά, αγόρι μου; Έλα, Λένα μου, καλά είναι ο Γιώργος; Δεν πειράζει, καλά έκανες και με πήρες. Δε μου λες, έφαγε καλά; Ωραία, ωραία. Εσύ έφαγες; Δύο και τέταρτο, δύο και είκοσι θα είμ’ εκεί, εντάξει, μωρό μου; Ευχαριστώ, Λένα μου! Φιλάκια. Γεια σου, μωρό μου.
(σε μένα) Τρώει απ’ όλα, τρώει πολύ καλά.

Ελπίζω να σε βοήθησα. Είμαι χαρούμενη.
Αρκετά. Να σου πω μόνο…
Ναι, πες μου. Ό,τι θέλεις.
… έχω την αίσθηση ότι η ιατρική δεν έχει… δεν έχει αποφασίσει σίγουρα, αλλά και φοβάται και να το αγγίξει και νομίζει και πως δεν είναι και δικό της θέμα,
Ποιο;
το πότε ήγκικεν η ώρα, το νυν απολύεις τον δούλο σου Δέσποτα…
Εγώ είμαι… εγώ είμαι υπέρ της ευθανασίας. Θεωρητικά πάντα. Για τον εαυτό μου τουλάχιστον.
Τι ακριβώς σημαίνει αυτή η φράση;
Γιατί να παιδευόμαστε; Και δε μιλάω για το Γιώργο, γιατί ο Γιώργος έχει τις χαρές του. Η χαρά του είναι να τρώει, γλυκά, να τρώει το φαΐ· έχει άριστες σχέσεις με τον εγγονό του, ο οποίος τον λατρεύει, αλλά και τον μιμείται – και ο γιατρός είπε, Μακριά απ’ το παιδί ο παππούς, μακριά το παιδί από τον παππού! Τον αγαπάει τόσο πολύ, έχει πάρει το στιλάκι του, Χαρίτη νερό, με διατάζει! (σαν να χαίρεται που τη διατάζει ο εγγονός της) Είχε κάποια μικρά… μια άτυπη δερματίτιδα, ο μικρός, και το τοποθέτησαν στο χώρο του ψυχολογικού. Κλειστό παιδί, παιδί του βιβλίου πολύ. Τώρα αρχίζει και βγαίνει. Τον πήγανε…ζήτησε πολεμικές τέχνες και χαρήκαν οι γονείς του. Έχει τα ωραία του. Την περασμένη βδομάδα, «Τι να σου πω, ρε γιαγιά; κατέληξα τελικά, λέει, όλες οι ωραίες γυναίκες έχουν απαιτήσεις». (ξεσπά σε γέλια, το χαίρεται) Εννιά χρονών! Δεν είναι ακόμη, τον Δεκέμβριο θα γίνει.
Πρόωρη ωρίμανση…
Και το καταπληκτικότερο: δε θέλει να κάνει αγγλικά! «Θα γίνεις σαράντα. Να τα κρατήσεις τα πρώτα σου βιβλία. Θα λες, κοίτα, πριν τριάντα ένα χρόνια εγώ διάβαζα αυτά» του λέει η μάνα του. Και συνεχίζει αυτός: «και θα λέω, “και ακόμη δεν έμαθες αγγλικά”»! (γελάει τρανταχτά)
Λοιπόν, (η ώρα σφίγγει, έπρεπε στις δύο να βρίσκομαι στο ραντεβού μου κι αρχίζω ν’ αργώ επικίνδυνα…) ε… μπορεί η ιατρική να μην έχει αποφασίσει, εσύ όμως έχεις ξεκαθαρίσει…
Ναι. Αν μεν έχει πάθει Αλτσχάιμερ, σε οποιαδήποτε ηλικία και νά ’ναι, ευθανασία – δεν το συζητώ καθόλου. Τέτοιο ξεφτίλισμα! Ναι, γιατί αυτό που λέει “ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά” δεν είναι αισχύνη αυτή του Γιώργου; (παύση)
 Ο Γιώργος που, που, που, που δεν ήταν επιδειξίας, να… ν… να κάθεται τώρα η κάθε μια γυναίκα να του τα πιάνει, να του τα κάνει, να… (κόβει ρυθμό απότομα) είναι αισχύνη για μένα. Εκείνος ο λεβέντης να είναι… να λέει κάθε μέρα, Γιατί μου τα παίρνει κομμάτι κομμάτι; γιατί, ρε Χαρίτη; Δεν είναι αισχύνη αυτό; Αλλά δεν μπορώ να του τη δώσω γω [την ευθανασία] (σ’ όλη αυτή την παράγραφο παίζει με τον ρυθμό και την ένταση της φωνής για έμφαση εκεί που θέλει)
Ναι, αλλ’ αν κάποιος άλλος, ο θεός π.χ., είχε αποφασίσει να του τη δώσει, δεν τον αφήνεις εσύ…
Αν τον είχα βάλει σε γηροκομείο, θα είχε πεθάνει. Όλοι οι γιατροί αυτό λέγανε. Εφόσον δε θέλει να φάει, λέει, σε δυο μήνες δε θ’ αντέξει. Θα πάθει μια κρίση, θα τον πατήσουν εκεί στα ναρκωτικά, θα του κάνουν αυτό, και… τέρμα! Ή μήπως θα του βάζουν και θα του βγάζουν τους σταθμούς στο γουόκμαν; βάλε μου το ράδιο-σπορ τώρα ν’ ακούσω το ματς το τάδε, και μετά βάλε μου το άλλο, θέλω τώρα κλασική μουσική, τώρα θέλω ειδήσεις…
(παύση· ξαφνικά) Εσύ, είσαι υπέρ της ευθανασίας;
Είμαι εναντίον της δυσθανασίας.
(δεν ικανοποιείται)
Εγώ προσωπικά, ναι, θα έλεγα· (διστακτικός, προσεκτικός) τουλάχιστον όσον αφορά εμένα.
Θα την έκανες σε άρρωστό σου;
Άμα μου το ζητούσε; δεν αποκλείεται…
Σε δικό σου άνθρωπο;
Πάντως το λέω τώρα, που δεν έχω ευθύνη αρρώστου, και ενδεχομένως…
Ναι, ναι, ναι· είσαι αποστασιοποιημένος.
…εκ του ασφαλούς. Τώρα αν ήμουνα τετ α τετ, δεν ξέρω…
Ναι, δεν ξέρεις…
Σε δικό μου άνθρωπο… και μου το ζητούσε, θα έλεγα μάλλον
Πολύ δύσκολο. Το φιαλίδιο το είχα πέντε μέρες και δεν κοιμόμουνα. Ένα μήνα περίμενα, να μου πει έλα. Θα ντό ’κανα; Θα τό ’κανα. Το είχα υποσχεθεί· και τηρώ τις υποσχέσεις μου, θα τό ’κανα. Έτσι λέω. Δε χρειάστηκε.
Ο Γιώργος επιμένει στην καύση. Αυτός πάλι έχει άλλη μανία!
Α, αυτό είναι μετά! Αυτό είναι μετά. Το ερώτημα είναι πότε έρχεται αυτό το μετά; Αυτό είναι το ερώτημα… 

Περισότερα εδώ!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου